παρακάθομαι

παρακάθομαι
1. μένω σε έναν τόπο για μεγάλο χρονικό διάστημα, πολυκάθομαι, αργώ να μετακινηθώ από κάπου
2. παραμονεύω, παραφυλάω, κρυφακούω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • παρακάθομαι — παρακάθισα, παρακαθισμένος, μένω για πολλή ώρα καθιστός, μένω για πολύ χρόνο κάπου, παρατείνω το χρόνο της επίσκεψής μου, είμαι αργός: Παρακαθίσαμε και θ ανησυχούν στο σπίτι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κατάκειμαι — (AM κατάκειμαι) 1. κείμαι καταγής, είμαι ξαπλωμένος 2. (για ασθενείς) ασθενώ βαριά (α. «ο γείτονας κατάκειται εδώ και δυο μήνες» β. «ἐν κλίνῃ νῡν ἀσθενῶν κατάκειμαι») αρχ. 1. κάθομαι κάτω στηριζόμενος στα λυγισμένα γόνατα 2. (για πράγματα) είμαι… …   Dictionary of Greek

  • υπερκατάκειμαι — Α (με παθ. σημ.) κάθομαι στηριζόμενος κάπου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + κατάκειμαι «είμαι ξαπλωμένος, κείμαι καταγής, παρακάθομαι σε συμπόσιο»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”